- μεταθετός
- -ή, -ό1. αυτός που μπορεί να μετατεθεί2. το ουδ. ως ουσ. το μεταθετόα) η δυνατότητα μετάθεσηςβ) μουσικό όργανο που έχει κατασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει άλλο ήχο από εκείνον που αναλογεί στον γραμμένο φθόγγογ) (καν. δίκ.) η αυθαίρετη ή η μετά από σχετική εκκλησιαστική απόφαση μετακίνηση επισκόπου ή άλλου κληρικού από την επισκοπή ή την ενορία του σε άλλη επισκοπή ή ενορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αχ. Αγαθόνικο].
Dictionary of Greek. 2013.